Λαπαροσκόπηση
Η λαπαροσκόπηση συγκαταλέγεται στις ελάχιστα επεμβατικές χειρουργικές μεθόδους και εφαρμόζεται ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Πρόκειται για επέμβαση στην κοιλιακή χώρα και οι πρώτες εφαρμογές της ανάγονται στο 1985 όταν πραγματοποιήθηκε η πρώτη λαπαροσκοπική σκωληκοειδεκτομή και στη συνέχεια η πρώτη λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή.

Τα πλεονεκτήματα της λαπαροσκόπησης
Ένα από τα βασικότερα πλεονεκτήματα της λαπαροσκόπησης είναι το γεγονός ότι προκαλεί πολύ λιγότερο πόνο για τον ασθενή σε σύγκριση με το ανοιχτό χειρουργείο, χάρη στις πολύ μικρές τομές που ανοίγει ο χειρουργός (0,5-1 εκατοστό), καθώς επίσης και στην αποφυγή της επαφής των εντέρων με τα δάχτυλα και τον αέρα της χειρουργικής αίθουσας.
Το γεγονός ότι η λειτουργία των εντέρων παραμένει ανεπηρέαστη εντός του φυσιολογικού περιβάλλοντός τους συνεπάγεται ταχύτερη επάνοδο της ομαλής λειτουργίας τους.

Πότε εφαρμόζεται η λαπαροσκόπηση;
Η επιλογή της λαπαροσκόπησης έναντι του ανοιχτού χειρουργείου γίνεται μετά την εξατομικευμένη αξιολόγηση του κάθε περιστατικού από τον χειρουργό, ο οποίος θα κρίνει εάν ο ασθενής πληροί όλα τα απαραίτητα κριτήρια για να υποβληθεί σε λαπαροσκόπηση.
Πολλές επεμβάσεις, όπως το γαστρικό μανίκι (sleeve gastrectomy), διενεργούνται σήμερα πολύ πιο εύκολα και αποτελεσματικά με λαπαροσκόπηση, παρά με ανοιχτού τύπου επέμβαση.
Η ανοιχτή επέμβαση προκρίνεται έναντι της λαπαροσκόπησης σε εξειδικευμένες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα σε ασθενείς που έχουν έντονες συμφύσεις στην κοιλιακή χώρα μετά από πολλές ανοιχτές επεμβάσεις. Ακόμη όμως και σε μια τέτοια περίπτωση, η επέμβαση μπορεί να ξεκινήσει με την εφαρμογή της λαπαροσκοπικής μεθόδου και στη συνέχεια να μετατραπεί σε ανοιχτού τύπου.
Πώς γίνεται η λαπαροσκόπηση;
Μετά από την ολική νάρκωση ο χειρουργός ανοίγει μια μικρή τομή, γύρω στο 1,5 εκατοστό στην περιοχή του αφαλού, μέσω της οποίας το ενδοσκόπιο εισέρχεται στην κοιλιακή χώρα.
Το ενδοσκόπιο φέρει ένα «μάτι» (κάμερα) στην άκρη του, επιτρέποντας στον ιατρό να έχει άμεση και εύκολη οπτική εικόνα του χειρουργικού πεδίου.
Έπειτα, εισάγεται διοξείδιο του άνθρακα στην κοιλιά ώστε να γίνει ξεκάθαρη η εικόνα των οργάνων και του κοιλιακού τοιχώματος. Στη συνέχεια, ο ιατρός ανοίγει άλλες 2-4 τομές εισάγοντας σε αυτές λαπαροσκοπικά εργαλεία με τα οποία εκτελεί τη χειρουργική επέμβαση με ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές.
Μόλις ολοκληρωθεί το κύριο επεμβατικό στάδιο, αφαιρούνται τα λαπαροσκοπικά εργαλεία, το αέριο διαφεύγει από την κοιλιά και οι τομές κλείνονται με ράμματα.

Υπάρχουν επιπλοκές και πώς μπορούν να αποφευχθούν;
Πρέπει να σημειωθεί ότι στη λαπαροσκόπηση σπανίως εμφανίζονται επιπλοκές. Όταν συμβαίνει αυτό, αφορά κάποιο όργανο όπως το έντερο ή την ουροδόχο κύστη ή κάποια αρτηρία.
Παράλληλα, επιπλοκές μπορεί να εμφανιστούν λόγω της διοχέτευσης του διοξειδίου του άνθρακα, όπως είναι το υποδόριο εμφύσημα.
Σε κάθε περίπτωση, σοβαρές επιπλοκές στη λαπαροσκόπηση καταγράφονται σε λιγότερο από 1 στις 1.000 επεμβάσεις.
Το πιο σημαντικό που μπορεί να κάνει ένας ασθενής προεγχειρητικά, είναι να βελτιώσει τη βιολογία του και τη φυσική του κατάσταση.
Πιο συγκεκριμένα ο ασθενής που είναι καπνιστής θα πρέπει να διακόψει το κάπνισμα τουλάχιστον 6 εβδομάδες πριν τη λαπαροσκόπηση. Εάν επίσης ζει καθιστική ζωή, θα πρέπει να ενεργοποιηθεί και να ξεκινήσει την άθληση, ενώ στην περίπτωση που ο ασθενής είναι παχύσαρκος είναι σημαντικό να χάσει βάρος. Η τελευταία οδηγία αφορά και τους ασθενείς που πρόκειται να χειρουργηθούν λόγω νοσογόνου παχυσαρκίας.
Ανάρρωση μετά από λαπαροσκόπηση
Η ανάρρωση μετά από τη λαπαροσκόπηση είναι σαφώς ταχύτερη σε σχέση με την ανοιχτή επέμβαση. Ο ασθενής μπορεί να σηκωθεί και να περπατήσει μόνος του μόλις 1-2 ώρες μετά το χειρουργείο.
Για αυτό άλλωστε ο ασθενής λαμβάνει εξιτήριο την ίδια ή την επόμενη ημέρα και μπορεί να επιστρέψει στην εργασία του μετά από λίγες ημέρες.
Σε μία εβδομάδα παύει να υφίσταται η ανάγκη επιδέσμων στην πληγή και τα ράμματα απορροφώνται από τον οργανισμό, δίχως να απαιτείται η αφαίρεσή τους.