Χολοκυστεκτομή

Οι πέτρες στη χολή επηρεάζουν μεγάλο μέρος του πληθυσμού, έως και το 30%, ενώ μεγαλύτερη προδιάθεση έχουν οι γυναίκες μέσης ηλικίας με υψηλό δείκτη μάζας σώματος.

Επιπλέον, υπάρχει μια κληρονομική συνιστώσα η οποία οδηγεί συχνά στην εμφάνιση της ασθένειας σε συγγενείς πρώτου βαθμού.

Πού οφείλεται η χολολιθίαση και ποια τα συμπτώματά της

Η χολολιθίαση προκαλείται από μια ανισορροπία μεταξύ χολικών αλάτων, χολερυθρίνης, ασβεστίου και χοληστερόλης. Πολλές περιπτώσεις είναι ασυμπτωματικές, αλλά μπορεί να προκαλέσουν πόνο, συνήθως υπό μορφή κολικού, εάν η πέτρα εμποδίσει την έκκριση της χολής στο έντερο, κάτι που αποτελεί τον πιο συνήθη τρόπο εκδήλωσης της χολολιθίασης.

Ο πόνος εντοπίζεται συνήθως κάτω από τα δεξιό ημιθωράκιο, αλλά μπορεί να αντανακλάται στο επιγάστριο ή στη δεξιά πλάτη. Οι ασθενείς μπορεί να υποφέρουν από ναυτία και μερικές φορές ακόμη και από εμετό. Οι διαφορικές διαγνώσεις περιλαμβάνουν συνήθως έλκη στομάχου ή πέτρες στα νεφρά και λιγότερο συχνά ηπατίτιδα ή κολίτιδα.

Σοβαρότερες επιπλοκές μπορεί να προκληθούν εάν η πέτρα οδηγήσει σε χολοκυστίτιδα, ή εάν φράξει τον κοινό χολικό αγωγό και εμποδίσει την απαγωγή της χολής στο έντερο με αποτέλεσμα υπερχολερυθριναιμία (και ίκτερο), παγκρεατίτιδα ή χολαγγειίτιδα. Αυτές οι πιο σοβαρές περιπτώσεις απαιτούν ενδονοσοκομειακή περίθαλψη και συχνά χειρουργική επέμβαση. Μια ειδική περίπτωση είναι οι πολύποδες στη χοληδόχο κύστη, οι οποίοι ανακαλύπτονται συνήθως τυχαία και συχνά αποτελούν ένδειξη για χολοκυστεκτομή.

Διάγνωση και θεραπεία

Η διάγνωση της χολολιθίασης επιτυγχάνεται με αιματολογικές και ηπατικές εξετάσεις όπως και υπερηχογράφημα, προκειμένου να επιβεβαιωθούν οι πέτρες στη χολή ή η λάσπη και να αποκλειστούν άλλες επιπλοκές της νόσου της χοληδόχου κύστης που αναφέρθηκαν προηγουμένως, όπως ίκτερος, παγκρεατίτιδα ή χολαγγειίτιδα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, απαιτείται συμπληρωματικά αξονική ή μαγνητική τομογραφία και μερικές φορές ERCP, πριν από την οριστική χειρουργική επέμβαση.

Η θεραπεία για προβλήματα χολόλιθου είναι η λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή. Όταν η  χολοκυστεκτομή ήταν στα σπάργανα, ο χειρουργός αφαιρούσε τις πέτρες και άφηνε ανέπαφη τη χοληδόχο κύστη. Αργότερα έγινε κατανοητό, ότι η χοληδόχος κύστη μπορεί να αφαιρεθεί ολόκληρη χωρίς να προκληθεί μόνιμη βλάβη.

Στην εποχή μας η χολοκυστεκτομή σπανίως διενεργείται ως ανοιχτή επέμβαση, καθώς προτιμάται, ήδη από το 1990 περίπου, η ελάχιστα επεμβατική τεχνική που ονομάζεται λαπαροσκόπηση.

Η λαπαροσκοπική επέμβαση απαιτεί γενική αναισθησία και γίνεται με τη βοήθεια ειδικού εργαλείου εξοπλισμένου με κάμερα (λαπαροσκόπιο) μέσω 4 μικρών τομών, περίπου 2 εκατοστών στην κοιλιά, ενώ διαρκεί γύρω στα 30 λεπτά.

Κατά τη διάρκεια της λαπαροσκόπησης πραγματοποιείται διεγχειρητική χολαγγειογραφία για την ανίχνευση και την αφαίρεση τυχόν υπολειπόμενων χολόλιθων στους χοληφόρους αγωγούς. Επίσης, χορηγείται ενδοφλεβίως IGC (πράσινο ινδοκυανίνης), μία αβλαβής χρωστική ουσία, η οποία μαζί με το εξελιγμένο μόνιτορ, επιτρέπει περαιτέρω απεικόνιση των χοληδόχων πόρων και ακόμα μεγαλύτερη ασφάλεια, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις οξείας χολοκυστιτίδας.

Τα οφέλη της λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής και η ανάρρωση

Στα προτερήματα της λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής συμπεριλαμβάνονται οι μικρότερες ουλές, η συντομότερη παραμονή στο νοσοκομείο, η ταχύτερη αποκατάσταση, ο λιγότερος μετεγχειρητικός πόνος και ο μειωμένος κίνδυνος για αιμορραγία και μετεγχειρητικές λοιμώξεις. Οι πιθανές επιπλοκές μετά από μια τέτοια επέμβαση μπορεί να περιλαμβάνουν αιμορραγία, μόλυνση ή επανεγχείρηση, ωστόσο, οι πιθανότητες είναι κάτω του 0,5%.

Η χοληδόχος κύστη δεν είναι ζωτικό όργανο και μετά από την επέμβαση η χολή ρέει στο έντερο απευθείας από το συκώτι. Αυτό μπορεί μερικές φορές να οδηγεί σε μαλακά κόπρανα μετά την επέμβαση, αλλά το παχύ έντερο το αντισταθμίζει αρκετά γρήγορα με αυξημένη απορρόφηση υγρών και μακροπρόθεσμα οι ασθενείς σπανίως παραπονούνται για εντερικά προβλήματα.

Η αποκατάσταση μετά την επέμβαση είναι γρήγορη. Οι ασθενείς παίρνουν εξιτήριο την επόμενη μέρα και δεν χρειάζεται να αφαιρεθούν τα ράμματα καθώς απορροφώνται από τον οργανισμό. Όσον αφορά τον πόνο, οι περισσότεροι ασθενείς καλύπτονται επαρκώς με παρακεταμόλη ή ιβουπροφαίνη, και μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτούνται δισκία μορφίνης. Ο πόνος υποχωρεί μέσα σε λίγες μέρες και εν τη απουσία βαριών εργασιών ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει στην εργασία του μετά από 3-4 ημέρες.